- μονοκρήπῑς
- μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, mit einem Schuhe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονοκρήπις — μονοκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρηπίς, ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεο κρήπις)] … Dictionary of Greek
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοκρήπιδα — μονοκρήπῑδα , μονοκρήπις with but one sandal masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκρήπιδες — μονοκρήπῑδες , μονοκρήπις with but one sandal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκρήπιδι — μονοκρήπῑδι , μονοκρήπις with but one sandal masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)